- χωροθεσία
- χωροθεσία, ἡ,A geographical situation, Ps.-Plu.Fluv.5.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χωροθεσία — ἡ, Μ η θέση μιας χώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + θεσία (< θέτης < τίθημι), πρβλ. ορο θεσία] … Dictionary of Greek
χωροθεσίαν — χωροθεσίᾱν , χωροθεσία geographical situation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek